Περσείδης

Περσείδης
και Περσηϊάδης, ὁ, Α
αυτός που κατάγεται από τον Περσέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Περσεύς, -έος / -ῆος + πατρωνυμική κατάλ. -ίδης / -ιάδης (πρβλ. Πηλεΐδης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Περσείδης — a fish masc nom sg Περσεύς a fish masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσειδῶν — Περσείδης a fish masc gen pl Περσεύς a fish masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσεῖδαι — Περσείδης a fish masc nom/voc pl Περσεύς a fish masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσείδαις — Περσείδης a fish masc dat pl Περσεύς a fish masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσείδου — Περσείδης a fish masc gen sg Περσεύς a fish masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσείδῃσι — Περσείδης a fish masc dat pl (epic ionic) Περσεύς a fish masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσείδας — Περσείδᾱς , Περσείδης a fish masc acc pl Περσείδᾱς , Περσείδης a fish masc nom sg (epic doric aeolic) Περσείδᾱς , Περσεύς a fish masc acc pl Περσείδᾱς , Περσεύς a fish masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίδης — κατάλ. αρσ. πατρωνυμικών όν., η οποία σχηματίζεται από το πρόσφυμα ιδ και τη δηλωτική αρσ. ονομάτων κατάλ. ης (το ι τού ιδ προέρχεται πιθ. από θέματα ουσ. σε ι , ενώ το δ αποτελεί παρέκταση). Αρχικά η κατάλ. δήλωνε τον γιο (πρβλ. Αγαμεμνον ίδης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”